- ξυστρίον
- ξυσ-τρίον, τό, Dim. of ξύστρα, PLond.2.191.8 (ii A. D.).2 small raspatory at the end of a forceps, Paul.Aeg.6.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυστρίου — ξυστρίον small raspatory neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυστρί — το (ΑΜ ξυστρίον) νεοελλ. 1. όργανο για ξύσιμο και καθαρισμό τού τριχώματος τών ζώων, ιδίως τών υποζυγίων 2. το ξύστρισμα μσν. μικρή χειρουργική λαβίδα τοποθετημένη στο άκρο εμβρυουλκού αρχ. υποκορ. τού ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek